διαπυήσῃ

διαπυήσῃ
διαπυήσηι , διαπύησις
suppuration
fem dat sg (epic)
διαπυέω
suppurate
aor subj mid 2nd sg
διαπυέω
suppurate
aor subj act 3rd sg
διαπυέω
suppurate
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαπύηση — η το απόστημα, ο σχηματισμός πύου σε μια φλεγμονή: Με ανησυχεί η διαπύηση της πληγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαπύηση — η (Α διαπύησις, εως) [διαπυώ] σχηματισμός ή ροή πύου σε φλεγμονή …   Dictionary of Greek

  • αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… …   Dictionary of Greek

  • διαπυητικός — ή, ό σχετικός με τη διαπύηση …   Dictionary of Greek

  • διαπυώ — (Α διαπυῶ, έω) προκαλώ διαπύηση, κάνω κάτι πυώδες (αμτθ.) γίνομαι πυώδης, πυορροώ …   Dictionary of Greek

  • εκπύησις — ἐκπύησις, η (Α) διαπύηση …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

  • επιπύησις — ἐπιπύησις, ἡ (Α) [πύησις] η εκ νέου εμπύηση, η διαπύηση* …   Dictionary of Greek

  • ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… …   Dictionary of Greek

  • κακοφορμίζω — 1. (για τραύματα, εξανθήματα κ.λπ.) (αμβτ.) ερεθίζομαι, φλεγμαίνομαι, παίρνω άσχημη τροπή, διαπυούμαι («κακοφόρμισε η πληγή σου») 2. (μτβ.) προκαλώ φλεγμονή ή διαπύηση τραύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + φορμίζω (< ἀφορμίζω) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”